Αν θέλουμε να μιλήσουμε, όχι για «τα ήθη και τα έθιμα», αλλά για το ήθος και τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη –και μάλιστα την παραδοσιακή Κρήτη– πρέπει να έχομε υπ’ όψιν μας πρώτα πρώτα τα εξής:
α) Τα παραδοσιακά ελληνικά Χριστούγεννα είναι όμοια σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στις περιοχές που (για ιστορικούς λόγους) ποτέ δεν μπήκαν στο ελληνικό κράτος, όπως ο Πόντος, η Καππαδοκία, η Βόρ. Ήπειρος κ.λ.π..
Παρά τις μικροδιαφορές στα έθιμα από τόπο σε τόπο, η βάση είναι κοινή: εκκλησιασμός, κάλαντα, γλυκά, φαγητά και βασιλόπιτα, αναμονή του άη Βασίλη, καλικάντζαροι, αγιασμός των υδάτων και φώτισμα (για ευλογία και ομαλότητα) με το «Μεγάλο Αγιασμό» των σπιτιών, των περβολιών και γενικά όλων των χώρων γύρω από τους οποίους κινούνταν η ζωή της οικογένειας.
Παρά τις μικροδιαφορές στα έθιμα από τόπο σε τόπο, η βάση είναι κοινή: εκκλησιασμός, κάλαντα, γλυκά, φαγητά και βασιλόπιτα, αναμονή του άη Βασίλη, καλικάντζαροι, αγιασμός των υδάτων και φώτισμα (για ευλογία και ομαλότητα) με το «Μεγάλο Αγιασμό» των σπιτιών, των περβολιών και γενικά όλων των χώρων γύρω από τους οποίους κινούνταν η ζωή της οικογένειας.
Τα περισσότερα από τα έθιμα αυτά έχουν αρχαιοελληνική ή ρωμαϊκή προέλευση και παρέμειναν στη ζωή του ελληνικού χωριού με νέο, χριστιανικό, ένδυμα, γιατί εξυπηρετούσαν την ανάγκη των ανθρώπων να δώσουν νόημα στον κόσμο και να νιώσουν ασφάλεια για τη ζωή και τη σοδιά τους (θέμα επιβίωσης) αναθέτοντας την προστασία τους στις ανώτερες δυνάμεις που, ουσιαστικά, προσωποποιούσαν συμβολικά τη φύση –θα τα πούμε και παρακάτω αυτά.
β) Τα παραδοσιακά μας Χριστούγεννα είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια διαφορετική γιορτή από τα σύγχρονα (ίδια σε όλο τον κόσμο) Χριστούγεννα που έχει πλέον στο νου του ο «εκσυγχρονισμένος» καταναλωτής νεοέλληνας και της πόλης και του χωριού (αφού και οι δύο διαπαιδαγωγούνται και καθοδηγούνται στην καθημερινή τους ζωή από τη διαφήμιση και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα).
Ας δούμε μερικές βασικές διαφορές:
1. Η θρησκευτική γιορτή
Χριστούγεννα
Τα παλαιά Χριστούγεννα (ή μάλλον το Δωδεκάμερο) είχαν σημαντικό θρησκευτικό χαρακτήρα:
Ξεκινώντας από τη «Μικρή Σαρακοστή», το «Σαραντάημερο» (που άρχιζε την επαύριο της εορτής τ’ αγιού Φιλίππου, 14 Νοεμβρίου, που φιλεί η πηλιά το πέλαγος, δηλαδή δύει η πούλια στο Λυβικό Πέλαγος, και είναι γεμάτο εορτές και σκόλες) με την ψαροφαγία εκτός Τετάρτης και Παρασκευής ώς τ’ αγίου Σπυριδόνου (12 Δεκεμβρίου) ή τ’ άη Λευτέρη (15 Δεκεμβρίου), καταλήγαμε στον εκκλησιασμό και τη Θεία Κοινωνία την ημέρα των Χριστουγέννων και σ’ ένα γιορταστικό τραπέζι με ιδιαίτερη σημασία –αφού νηστεύαμε για σαράντα μέρες κι αφού, έτσι κι αλλιώς, το κρέας δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο στη διατροφή των παππουδοκεράδω μας (των παππούδων και των γιαγιάδων μας).
Στην Κρήτη λέγαμε Χριστόγεννα και όχι Χριστούγεννα.
Ο άη Βασίλης
Προχωρώντας στην ημέρα τ’ άη Βασιλειού (πρωτοχρονιά) έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού και καλού Έλληνα αγίου με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα (βγάζομε ένα του Χριστού, ένα τση Παναγίας, ένα τ’ άη Βασιλειού, ένα του φτωχού, ένα του σπιθιού, και μετά τα δικά μας –αν πέσει το φλουρί του Χριστού, τση Παναγίας ή τ’ άη Βασιλειού, το δίνομε στην εκκλησία).
Αυτός είναι ο άγιος Βασίλειος, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος των γραμμάτων ο ταπεινός και θαυματουργός (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες), και όχι ο πονηρούλης Santa Claus που εισήχθη από την Αμερική για να διαφημίσει αναψυκτικά και την πραμάτεια των εμπόρων. Καλός είναι κι αυτός (με την άσπρη γενειάδα και το βαθύ γέλιο και την ταλαιπωρία του –λόγω κοιλίτσας– να χωρέσει από τις καμινάδες)αλλά ο δικός μας, ο ρωμιός άγιος, είναι πιο άγιος, πιο βαθύς (σε νόημα), λιγότερο διαφημιστικός αλλά όχι λιγότερο αξιαγάπητος.
Για την ιστορία επισημαίνεται ότι ο Santa Claus, ο ευρωπαϊκός «Πατέρας των Χριστουγέννων», αντιστοιχεί στον άγιο Νικόλαο και για όλες τις χώρες (εκτός από την Ελλάδα) επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Εμείς τον δεχόμαστε την πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του αγίου Βασιλείου, που είναι ο δικός μας «Πατέρας των Χριστουγέννων». Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι διαμορφώθηκε από τον αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862, με βάση παλαιότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε εξαιτίας του κόκκινου χρώματος γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Αρχικά ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου.
[Για τον Έλληνα άη Βασίλη βλ. το βιβλίο του Δημήτρη Λουκάτου Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών, σελ. 119-123, ενώ ενδιαφέρουσα αναφορά στο Santa Claus (άγ. Νικόλαο) βλ. στο εξαίρετο παιδικό μυθιστόρημα του Τζόστεν Γκάαρντερ Το Μυστήριο των Χριστουγέννων.]
Την παραμονή τ’ Αγιασμού (των Φώτων –η λέξη στην Κρήτη προφέρεται με τέσσερις συλλαβές: τ’ Α-γι-α-σμού) πάλι νήστεια (ούτε λάδι), γιατί αύριο θα πιούμε Μεγάλο Αγιασμό, που παρομοιάζεται στη σκέψη του λαού μας (υπερβολικά βέβαια) με τη Θεία Μετάληψη!
Από τον Αγιασμό αυτό θα φωτίσει ο παπάς όλο το χωριό και θα φυλάξει κι ένα μπουκάλι μέσα στο Ιερό της εκκλησίας για να ξαναπιούμε μετά από μήνες, τη Μεγάλη Παρασκευή, και ν’ αντέξομε τη φοβερή νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας (ο αγιασμός, ως γνωστόν, δεν χαλάει όσα χρόνια κι αν μείνει, αν όμως η νοικοκερά θέλει να κρατήσει στο σπίτι της Μεγάλο Αγιασμό πρέπει, κατά την παράδοση, να του ’χει μέρα νύχτα καντήλι αναμμένο και, όποιος πιει, να ’χει νηστέψει τρεις μέρες το λάδι).
Την ημέρα τ’ Αγιασμού (ανήμερα των Φώτων) πρέπει, κατά την κρητική παράδοση (όχι την εκκλησιαστική), όλοι να φάνε κρέας για να τιμήσουν την εορτή και, αν κάποιος είναι φτωχός και δεν έχει, να δακάσει το δαχτύλι ντου και να πιπιλήσει μια σταλέ αίμα.
2. Ο έμψυχος κόσμος
Ο κόσμος, όπως τον φανταζόταν ο παραδοσιακός μας άνθρωπος (από την αρχαιότητα ίσαμε τη σύγχρονη εποχή), ήταν ένας κόσμος εμψυχωμένος από θεϊκά και δαιμονικά πνεύματα: αγίους, αγγέλους, δαιμόνους (μακριά από μας, έλεγε πάντα ο παλιός Κρητικός όταν τους ανέφερε), καθώς και νεράιδες κ.τ.λ..
Οι καρακατζόληδες
Τα Χριστόγεννα ήταν μια εποχή κρίσιμη για την επαφή ανάμεσα στον ορατό κόσμο και τον αόρατο [άλλη μια τέτοια εποχή είναι από την Κυριακή του Πάσχα ώς την ημέρα τση Γονοκλισάς (Πεντηκοστή), οπότε, κατά το θρύλο, οι ψυχές των αποθαμένω περπατούνε στον απάνω κόσμο –χωρίς όμως να γίνονται φαντάσματα και να τις βλέπουν οι ζωντανοί, οι οποίοι απλώς πρέπει τότε να προσεύχονται περισσότερο για τους νεκρους τους]. Ήταν τόσο κρίσιμη περίοδος γιατί, εκτός από το ότι εβγήκε κι επορπάτηξεν ο Κύριος στον κόσμο (όπως αναφέρουν τα κάλαντα), τότε βγαίνουν οι καρακατζόληδες ή καρκατσόλοι (καλικάντζαροι), αρχαία δαιμόνια σχετικά με τα φαντάσματα των νεκρών ή με τις ξωτικές δυνάμεις του χειμώνα, που πήραν περίπου χριστιανικό περιεχόμενο και αντίστοιχά τους υπάρχουν σ’ όλους του ευρωπαϊκούς λαούς.
Στην Κρήτη δεν καταγράφεται, η δοξασία άλλων περιοχών της Ελλάδας ότι οι καλικάντζαροι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης πριονίζοντας (ή ροκανίζοντας) το μεγάλο δέντρο που βαστάει και στηρίζει τον κόσμο (το οποίο ξαναθρέφεται όσο τα παγανά τούτα κυκλοφορούν ανάμεσά μας κι έτσι δεν πέφτει ποτέ). Η κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα τω Χριστουγέννω (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σεβασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά –αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
[Για τους καλικάντζαρους βλ. τα σχετικά κεφάλαια στο κλασικό δίτομο έργο του Νικολάου Πολίτη Παραδόσεις (με πολλές ερμηνείες, σχόλια, διηγήσεις από όλη την Ελλάδα), καθώς και το βιβλίο της Ευαγγελίας Κ. Φραγκάκι Συμβολή στα Λαογραφικά της Κρήτης.]
Εξάλλου τη νύχτα της παραμονής τ’ Αγιασμού, κατά την κρητική παράδοση, τα ζώα μιλούνε, αλλά ο άνθρωπος που θα κρυφτεί, από αυθάδη περιέργεια, για να τ’ ακούσει, μένει ανάπηρος ή κάποια άλλη συμφορά παθαίνει (οι αρχαίοι θα έλεγαν ότι διέπραξε ύβριν, θέλησε δηλαδή να μπει στο χώρο του θεϊκού).
Τέλος, πρέπει να πούμε ότι το νερό, κατά τους παππούδες μας (αρχαία δοξασία κι αυτό), δεν είναι ακίνδυνο αλλά κατοικείται από επικίνδυνα πνεύματα με νεραϊδική φύση (δηλαδή δαιμονική, γιατί οι νεράιδες στις ελληνικές παραδόσεις είναι μόνο κακά πνεύματα). Γι’ αυτό π.χ. αν κάποιος βρει νερό σε γούρνα τη νύχτα και θέλει να πιει, πρέπει να το αναταράξει πρώτα με το χέρι του για να «ξυπνήσει» το νερό και να μην αγριέψουν οι μυστηριώδεις κάτοικοί του.
Έτσι, η μετατροπή του σε αγίασμα την ημέρα των Φώτων, εκτός από τον εξορκισμό των καλικαντζάρων, εξορκίζει και αυτά τα πνεύματα και ευλογεί το νερό.
Ένα σχόλιο
Η δεισιδαιμονία αυτή των απλών παλαιών ανθρώπων (ένδειξη αθωότητας) δεν υπήρχε βέβαια σε όλους. Πολλοί όχι μόνο δεν πίστευαν στα «πνευματικά», αλλά και χρησιμοποιούσαν το φόβο των υπόλοιπων για να κάνουν τη νύχτα την ύποπτη δουλειά τους (να κλέψουν, ν’ απομακρύνουν τους περαστικούς από το περβόλι τους, να πάνε ανενόχλητοι στο σπίτι της αγαπημένης τους ή και απλώς να σπάσουν πλάκα). Ωστόσο, γενικά η κοσμοεικόνα αυτή αποδεικνύει την ιδέα του παλαιού ανθρώπου ότι ο ίδιος είναι μέρος της φύσης και ότι όλα τα πλάσματα και τα πράγμα τα έχουν ψυχή και προσωπικότητα που πρέπει να γίνεται σεβαστή, όχι να τα εκμεταλλευόμαστε μέχρις εσχάτων για το οικονομικό κέρδος μας.
Για τον παλαιό άνθρωπο (όχι για όλους, αλλά για τους φρόνιμους και γνωστικούς, δηλαδή τους συνετούς και σοφούς) έπρεπε να φερόμαστε στα ζώα και στα δέντρα, αλλά και στα σπίτια ακόμη, με αγάπη και ευγνωμοσύνη και κάθε οικολογική καταστροφή (συνέπεια της απληστίας μας) θα ήταν όχι απλώς απαράδεκτη, αλλά και αμαρτία, γιατί θα σήμαινε βλασφημία προς την Κτίση και το Δημιουργό της, το Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου