Συνεχή συρρίκνωση του κατασκευαστικού κλάδου, ο οποίος βρίσκεται πλέον χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2000, καταγράφει η εξαμηνιαία έκθεση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ανωνύμων, Περιορισμένης Ευθύνης και Προσωπικών Τεχνικών Εταιρειών.
Σύμφωνα με αυτήν, δραματικά είναι και τα στοιχεία για την ανεργία στον κλάδο, καθώς ένας στους τρεις εργαζομένους στις κατασκευές το φθινόπωρο του 2008 σήμερα είναι άνεργος. Συγκεκριμένα, επί 30 μήνες, κάθε μήνα, 4.400 εργαζόμενοι στις κατασκευές χάνουν τη δουλειά τους!
Οπως αναφέρεται στην έκθεση, οι εξελίξεις είναι οι εξής:
- Επί 11 συνεχόμενα τρίμηνα συρρικνώνεται ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές, στο σύνολο του κλάδου, με το α’ τρίμηνο του 2011 να εμφανίζεται μειωμένος κατά 16,9% έναντι του α’ τριμήνου 2010, με συνέπεια πλέον να βρίσκεται σταθερά σε επίπεδα χαμηλότερα του 2000.
- Επί 11 συνεχόμενα τρίμηνα συρρικνώνεται η συνολική απασχόληση στον κλάδο, με συνέπεια το α' τρίμηνο του 2011 να παρουσιάζεται μειωμένη κατά 21,5% έναντι του α' τριμήνου 2010, ήτοι κατά 732.000, ενώ οι απώλειες θέσεων εργασίας στον κλάδο από την αρχή της κρίσης στα τέλη του 2008, να ανέρχονται σε 131.600.
- Επί 15 συνεχόμενα τρίμηνα συρρικνώνεται η συμμετοχή του κλάδου στη δημιουργία του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το α' τρίμηνο του 2011 να καταγράφεται η χαμηλότερη τιμή της, τα τελευταία 12 έτη, από το 1999, μόλις 3,85%, έναντι 4,2% του α' τριμήνου του 2010.
- Επί 15 συνεχόμενα τρίμηνα μειώνονται συνεχώς οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις σε κατασκευές, με τη μείωση το α' τρίμηνο του 2011 να είναι 17,8% έναντι του α' τριμήνου 2010 και να βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον τα τελευταία 13 χρόνια.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων είναι να βρίσκονται στο δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο από το 2000 τόσο ο δείκτης παραγωγής έργων πολιτικού μηχανικού, δηλαδή τα δημόσια έργα, με μείωση κατά 9,8 % το α' τρίμηνο του 2011 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2010 όσο και ο δείκτης παραγωγής οικοδομικών έργων, δηλαδή τα ιδιωτικά έργα, με μείωση κατά 27,3% το α' τρίμηνο του 2011, έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2010.
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ
Πού οφείλεται, όμως, η δραματική κατάσταση, στην οποία έχει βρεθεί ο κατασκευαστικός κλάδος;
Σύμφωνα με τον ΣΑΤΕ, βασικός λόγος είναι η μείωση κατά 43,4% του πλήθους των νέων δημοπρασιών προϋπολογισμού άνω των 2 εκατ. ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2011, δηλαδή μόλις 153 έργα, προϋπολογισμού 1,55 δισ. ευρώ, έναντι του α' εξαμήνου του 2010, που είχαμε 270 έργα, προϋπολογισμού 1,9 δισ. ευρώ, με παράλληλη μείωση του προϋπολογισμού κατά 18,2%.
Επίσης, πρωτοφανής ήταν η μείωση των παραγγελιών ιδιωτικών έργων, όπως αυτές καταγράφονται από τον όγκο των οικοδομικών αδειών. Ετσι, το α' τρίμηνο του 2011 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε μόλις 4,25 εκατ. m3, δηλαδή, δηλαδή ούτε στο μισό της χαμηλότερης τιμής των τελευταίων τριάντα ετών, όταν το 1995 ήταν 9,02 εκατ. m3.
ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι επιχειρήσεις του κλάδου «να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και να αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα».
Συγκεκριμένα, το 27,2% των εργοληπτικών εταιρειών 4ης έως 7ης τάξης εμφάνισαν ζημιές κατά το 2010, έναντι 17,2% το 2009. Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν το 2010 κατά 6,4% έναντι του 2009 και έφτασαν, από 15,9 εκατ. ευρώ σε 16,9 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα, κάθε εταιρεία των τάξεων 4η - 7η του ΜΕΕΠ, κατά μέσο όρο, να χρωστά 22,6 εκατ. ευρώ το 2010 έναντι 20,6 εκατ. το 2009, δηλαδή παρατηρείται αύξηση 9,4%.
Επίσης, ο κύκλος εργασιών των ίδιων εταιρειών μειώθηκε κατά 15,4% το 2010 έναντι του 2009 και συγκεκριμένα από 21,9 εκατ. ευρώ το 2009 σε 18,6 εκατ. ευρώ το 2010.
Οπως τονίζεται στην έκθεση, οι δύο τελευταίες διαπιστώσεις περί αύξησης του μέσου μεγέθους των συνολικών υποχρεώσεων το 2010 έναντι του 2009 κατά 9,4% και η μείωση του μέσου κύκλου εργασιών κατά 15,4% την ίδια περίοδο, «αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τη γενίκευση της κρίσης στον κλάδο, υποδεικνύοντας σημαντικό και γενικευμένο πρόβλημα βιωσιμότητας της μέσης εργοληπτικής εταιρείας».
Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά τουλάχιστον κατά τα τελευταία 12 έτη, το ύψος του μέσου κύκλου εργασιών υπολείπεται του μέσου μεγέθους των συνολικών υποχρεώσεων, γεγονός που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στη στάση πληρωμών του Δημοσίου.
Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης και υπό το πρίσμα της γενικότερης οικονομικής κατάστασης στη χώρα, ο ΣΑΤΕ εκτιμά ότι «οι πιθανότητες ταχύτερης επιδείνωσης των μεγεθών του κατασκευαστικού τομέα εμφανίζονται αυξημένες». Γι' αυτόν τον λόγο και πρότεινε τα τελευταία τρία χρόνια την «άμεση, εμπροσθοβαρή εκτέλεση του ΕΣΠΑ, με αυξημένη Κοινοτική συμμετοχή, πρόταση που τελικά υιοθετήθηκε τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από όλα τα αρμόδια Κοινοτικά όργανα».
Θετικά κρίνει και την επίσπευση των θεσμικών αλλαγών στο πεδίο των περιβαλλοντικών αδειών και έκδοσης οικοδομικών αδειών, οι οποίες και εκτιμάται ότι θα συνδράμουν στη βελτίωση των επενδυτικών προσδοκιών. Ωστόσο, αρνητικό είναι το γεγονός ότι «δεν διαπιστώνεται η ίδια κινητικότητα στο θεσμικό πλαίσιο παραγωγής δημοσίων έργων, αφού τα χρονίζοντα προβλήματα αδιαφάνειας, τα οποία θα επιλύονταν με το νέο θεσμικό πλαίσιο, δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί, ενώ η πολύμηνη καθυστέρηση επιδρά αρνητικά στον κλάδο, δυσχεραίνοντας ολοένα και περισσότερο την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων τεχνικών εταιρειών».
Ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα σ’ αυτόν τον τομέα, αναφέρεται από τους κατασκευαστές ο τρόπος καθορισμού των τιμών των δημοσίων έργων, ο οποίος εδώ και τουλάχιστον επτά έτη γίνεται εντελώς αυθαίρετα, με πλήρη απουσία έστω και ενός στοιχειώδους κοστολογικού συστήματος παρακολούθησης των μεταβολών των τιμών των σχετικών προϊόντων και εργασιών.
Αυτό αποτελεί και το καίριο ερώτημα που απασχολεί σύσσωμο τον κλάδο των κατασκευαστικών επιχειρήσεων και ευρύτερα.
Η απάντηση, που δίνεται από τον ΣΑΤΕ είναι θετική, υπό τον όρο, όμως, επιτυχούς κατάληξης της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Επισημαίνεται, εξάλλου, ακόμη ότι ο κατασκευαστικός κλάδος και ειδικότερα ο τομέας των δημόσιων έργων, «ίσως είναι ο μόνος παραγωγικός κλάδος της χώρας, του οποίου η προοπτική συνδέεται άμεσα και με την οικονομική προοπτική της ίδιας της χώρας», με δεδομένο ότι, για να πετύχει η προσπάθεια της ελληνικής δημοσιονομικής προσαρμογής, απαιτείται να υπάρξει αναπτυξιακή προοπτική στην οικονομία, ως βασική προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη μείωση του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου