Μελέτη εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του πανεπιστημίου Θεσσαλίας έδειξε ότι πλέον οι Ελληνίδες παντρεύονται όλο και μεγαλύτερες.
Το κυριότερο είναι ότι παρατηρείται ταχύτερη αύξηση της μέσης ηλικίας γάμου για τις Ελληνίδες, ιδίως αυτές που γεννήθηκαν μετά το 1970 και ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των γυναικών που οδηγούνται προς αυτόν.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, τα καταναλωτικά πρότυπα, ουδαμώς διαφοροποιούνται πλέον στους νέους Έλληνες και Ελληνίδες απ' αυτά των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, η επίδραση της Ορθοδόξου Εκκλησίας (πολύ περισσότερο "διακριτικής" στον τομέα που μας ενδιαφέρει σε αντίθεση με τον Καθολικισμό) ατονεί και η επιρροή της "σκοντάφτει" στο κατώφλι της ιδιωτικής ζωής. Κατ' επέκταση, συγκεντρώνονται προοδευτικά και στην Ελλάδα οι υλικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί όροι, που επιτρέπουν την ανάδυση στον τομέα της "οικογένειας", των ίδιων προτύπων μ' αυτά που έχουν διαχυθεί σε χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης. Επομένως, στο βαθμό που οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες εξελίσσονται, ακολουθώντας αργές, συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είναι αβάσιμη η υπόθεση ότι και οι δημογραφικές μας συμπεριφορές (της γαμηλιότητας συμπεριλαμβανομένης) θα εξελιχθούν, συγκλίνοντας μ' εκείνες που καταγράφονται σήμερα σε μια σειρά χωρών της ηπείρου μας, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Στη χώρα μας, το μοντέλο της "πυρηνικής οικογένειας", που εδράζεται στην έγγαμη συμβίωση, θα παραμείνει πιθανότατα κυρίαρχο και στο μέλλον, αλλά θα συνυπάρξει με άλλα μοντέλα, λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακά, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία στις επόμενες δεκαετίες να παρουσιάζεται λιγότερο ομοιογενής και πλέον πολύμορφη απ' ό,τι είναι σήμερα. Το μεγαλύτερο τμήμα της γαμηλιότητας σε όλες τις γενεές, αναφέρουν οι επιστήμονες, συνεχίζει να υλοποιείται στις ηλικίες 20-34 ετών (55% - 65%). Η εξέλιξη της πορείας των γάμων στις ηλικίες αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από την ανάλυση προκύπτει ότι οι συντελεστές γαμηλιότητας μέχρι τα 25 έτη ακολουθούν ταχεία ανοδική πορεία στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν από το 1935-1950), η άνοδός τους επιβραδύνεται όμως σημαντικά στις δέκα επόμενες γενεές και η τάση αντιστρέφεται στις νεώτερες γυναίκες (γενεές 1960-1970), με αποτέλεσμα η ένταση της γαμηλιότητας στις ηλικίες αυτές να καταρρεύσει.
Η συνισταμένη των εξελίξεων αυτών αντικατοπτρίζεται τόσο στη μέση ηλικία στην τέλεση του πρώτου γάμου όσο και στην ένταση του φαινομένου που εκφράζεται ως το ποσοστό των γυναικών σε κάθε γενεά που έμειναν άγαμες. Διαπιστώνεται έτσι ότι το ποσοστό των άγαμων στις γενεές 1935-1955 περιορίζεται προοδευτικά, αλλά αυξάνεται με τις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1955. Η γαμηλιότητα στη χώρα μας έτεινε επομένως να αποκτήσει, με τις γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1935 έως το 1955/60, καθολικό χαρακτήρα και το γεγονός αυτό δεν αναιρείται παρ' όλη τη μερική συρρίκνωση της έντασής της στις νεότερες γενεές (1960-1970). Ταυτόχρονα, το ημερολόγιο των πρώτων γάμων των γυναικών χαρακτηρίζεται από σημαντικές μεταβολές. Αρχικά, η μέση ηλικία στο γάμο μειώνεται συνεχώς για 20 σχεδόν γενεές (οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1935 παντρεύτηκαν κατά μέσο όρο για πρώτη φορά σε ηλικία 25 ετών, ενώ αυτές που γεννήθηκαν 1955 στα 22,5 έτη).
Οι τάσεις όμως αντιστρέφονται στην συνέχεια και η αύξηση του ποσοστού των γυναικών που παραμένουν άγαμες -η πτώση δηλαδή της έντασης- στις γενεές που γεννήθηκαν από το 1955 έως το 1970- συνοδεύεται και από την άνοδο της μέσης ηλικίας τους στον πρώτο γάμο (γύρω στα 25 έτη για όσες γεννήθηκαν το 1970). Επομένως, η γαμήλια συμπεριφορά του ελληνικού πληθυσμού που χαρακτηριζόταν από την τάση μείωσης της συχνότητας της ισόβιας αγαμίας και την πρωιμοποίηση των πρώτων γάμων για 20 τουλάχιστον γενεές γυναικών, αλλάζει προοδευτικά, καθώς οι νεότερες γενεές παντρεύονται λιγότερο και σε μεγαλύτερη ηλικία, καταλήγουν οι επιστήμονες.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, τα καταναλωτικά πρότυπα, ουδαμώς διαφοροποιούνται πλέον στους νέους Έλληνες και Ελληνίδες απ' αυτά των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, η επίδραση της Ορθοδόξου Εκκλησίας (πολύ περισσότερο "διακριτικής" στον τομέα που μας ενδιαφέρει σε αντίθεση με τον Καθολικισμό) ατονεί και η επιρροή της "σκοντάφτει" στο κατώφλι της ιδιωτικής ζωής. Κατ' επέκταση, συγκεντρώνονται προοδευτικά και στην Ελλάδα οι υλικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί όροι, που επιτρέπουν την ανάδυση στον τομέα της "οικογένειας", των ίδιων προτύπων μ' αυτά που έχουν διαχυθεί σε χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης. Επομένως, στο βαθμό που οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες εξελίσσονται, ακολουθώντας αργές, συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είναι αβάσιμη η υπόθεση ότι και οι δημογραφικές μας συμπεριφορές (της γαμηλιότητας συμπεριλαμβανομένης) θα εξελιχθούν, συγκλίνοντας μ' εκείνες που καταγράφονται σήμερα σε μια σειρά χωρών της ηπείρου μας, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Στη χώρα μας, το μοντέλο της "πυρηνικής οικογένειας", που εδράζεται στην έγγαμη συμβίωση, θα παραμείνει πιθανότατα κυρίαρχο και στο μέλλον, αλλά θα συνυπάρξει με άλλα μοντέλα, λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακά, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία στις επόμενες δεκαετίες να παρουσιάζεται λιγότερο ομοιογενής και πλέον πολύμορφη απ' ό,τι είναι σήμερα. Το μεγαλύτερο τμήμα της γαμηλιότητας σε όλες τις γενεές, αναφέρουν οι επιστήμονες, συνεχίζει να υλοποιείται στις ηλικίες 20-34 ετών (55% - 65%). Η εξέλιξη της πορείας των γάμων στις ηλικίες αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από την ανάλυση προκύπτει ότι οι συντελεστές γαμηλιότητας μέχρι τα 25 έτη ακολουθούν ταχεία ανοδική πορεία στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν από το 1935-1950), η άνοδός τους επιβραδύνεται όμως σημαντικά στις δέκα επόμενες γενεές και η τάση αντιστρέφεται στις νεώτερες γυναίκες (γενεές 1960-1970), με αποτέλεσμα η ένταση της γαμηλιότητας στις ηλικίες αυτές να καταρρεύσει.
Η συνισταμένη των εξελίξεων αυτών αντικατοπτρίζεται τόσο στη μέση ηλικία στην τέλεση του πρώτου γάμου όσο και στην ένταση του φαινομένου που εκφράζεται ως το ποσοστό των γυναικών σε κάθε γενεά που έμειναν άγαμες. Διαπιστώνεται έτσι ότι το ποσοστό των άγαμων στις γενεές 1935-1955 περιορίζεται προοδευτικά, αλλά αυξάνεται με τις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1955. Η γαμηλιότητα στη χώρα μας έτεινε επομένως να αποκτήσει, με τις γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1935 έως το 1955/60, καθολικό χαρακτήρα και το γεγονός αυτό δεν αναιρείται παρ' όλη τη μερική συρρίκνωση της έντασής της στις νεότερες γενεές (1960-1970). Ταυτόχρονα, το ημερολόγιο των πρώτων γάμων των γυναικών χαρακτηρίζεται από σημαντικές μεταβολές. Αρχικά, η μέση ηλικία στο γάμο μειώνεται συνεχώς για 20 σχεδόν γενεές (οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1935 παντρεύτηκαν κατά μέσο όρο για πρώτη φορά σε ηλικία 25 ετών, ενώ αυτές που γεννήθηκαν 1955 στα 22,5 έτη).
Οι τάσεις όμως αντιστρέφονται στην συνέχεια και η αύξηση του ποσοστού των γυναικών που παραμένουν άγαμες -η πτώση δηλαδή της έντασης- στις γενεές που γεννήθηκαν από το 1955 έως το 1970- συνοδεύεται και από την άνοδο της μέσης ηλικίας τους στον πρώτο γάμο (γύρω στα 25 έτη για όσες γεννήθηκαν το 1970). Επομένως, η γαμήλια συμπεριφορά του ελληνικού πληθυσμού που χαρακτηριζόταν από την τάση μείωσης της συχνότητας της ισόβιας αγαμίας και την πρωιμοποίηση των πρώτων γάμων για 20 τουλάχιστον γενεές γυναικών, αλλάζει προοδευτικά, καθώς οι νεότερες γενεές παντρεύονται λιγότερο και σε μεγαλύτερη ηλικία, καταλήγουν οι επιστήμονες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου